Μια φορά κι έναν καιρό στην πλαγιά ενός λόφου ζούσε ένα γέρικο δέντρο το οποίο από τους ανέμους και την
μεγάλη ηλικία είχε αρχίσει να γέρνει προς τη μία πλευρά. Έστεκε μόνο του
στην πλαγιά, δεν υπήρχαν άλλα δέντρα δίπλα του, μόνο λίγα μέτρα μακριά του υπήρχε ένα μικρό δασάκι. Από
κάτω του είχε θέα ένα χωριουδάκι, έτσι έβλεπε τα κεραμίδια των σπιτιών, την
εκκλησία με το γαλάζιο καμπαναριό, την πλατεία με την πετρόχτοιστη πηγή, τους
ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους. Και κάποιες φορές έβοσκαν στο
γρασίδι δίπλα του κοπάδια από κατσικάκια και αρνάκια.
Είχε περάσει χρόνια πολλά σε αυτό το έδαφος. Εκεί ήταν το σπίτι του, και το αγαπούσε όσο
δύσκολο κι αν ήταν να κρατηθεί όρθιο.
Είχε κάνει ρίζες βαθιά στο έδαφος και κρατιόταν από αυτές όσο πιο γερά
γινόταν. Μόνο που κάποιες φορές αισθανόταν μοναξιά. Θα ήθελε τόσο πολύ να ήταν
δίπλα στα άλλα δέντρα. Να μπορεί να έχει παρέα, να μιλάει, να χαζολογάει , να
κάνεις φιλίες. Δεν ήταν όμως πάντα μόνο. Συχνά άνοιγε κουβέντα με τα πουλάκια που
πήγαιναν και καθόταν στα κλαδιά του. Αγαπούσε την παρέα τους. Μάθαινε πράγματα
από αυτά, άκουγε για τον κόσμο και πώς είναι να τον βλέπεις από ψηλά. Για την
θάλασσα που απλωνόταν μερικά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. Για τους ανθρώπους,
για άλλες χώρες μακρινές. Αγαπούσε να ακούει τις ιστορίες τους. Είχε ακούσει
τόσα πολλά πράγματα, και είχε τόσο χρόνο περισυλλογής και σκέψης στη διάθεση
του ώστε με το πέρασμα του χρόνου είχε γίνει ένα δέντρο σοφό, ένα δέντρο με
άποψη και γνώμη που διάφορα πουλιά επισκέπτονταν για να του πουν τον πόνο τους
και να ακούσουν την άποψη του και την συμβουλή του.
Μια μέρα κάθισε στα κλαδιά του ένα νεαρό χελιδόνι. Δεν ήταν
πολύς ο καιρός που είχε μάθει να πετάει και ήταν ενθουσιασμένο με την νέα του
αυτή ικανότητα. Όλο αλαζονεία άρχισε να
μιλάει στο δέντρο «Γιατί είσαι έτσι καημένο μου δέντρο; Φοβάμαι να καθίσω στα κλαδιά
σου γιατί είσαι έτοιμο να πέσεις..», «Μην φοβάσαι μικρέ μου φίλε» απάντησε το
δέντρο. «Μπορεί να φαίνομαι γέρικο αλλά είμαι γερό και δυνατό και
έχω φιλοξενήσει πολλά πουλιά σαν κι εσένα στα κλαδιά μου.» «Σας λυπάμαι εσάς τα
δέντρα…» συνέχισε το χελιδόνι. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείτε να στέκεστε
συνεχώς στο ίδιο μέρος για όλη σας τη ζωή. Να μην μπορείτε να πετάτε, έστω να
περπατάτε, να μην μπορείτε να γνωρίσετε τον κόσμο…»
«Έχεις δίκιο να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα χελιδονάκι μου γιατί τα βλέπεις από την δική σου οπτική. Όμως να ξέρεις ότι κάθε πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο είναι διαφορετικό και έχει διαφορετικές ανάγκες και ικανότητες. Για εσένα που έχεις φτερά σημαντικό είναι να μάθεις να πετάς για να μπορείς να ταξιδεύεις σε όλον τον κόσμο. Αυτός είναι ο προορισμός σου. Για εμένα που είμαι δέντρο σημαντικό είναι να μπορώ να σκάβω ρίζες βαθιά μέσα στο έδαφος και να απλώνω τα κλαδιά μου ψηλά μέχρι τον ήλιο. Σκοπός μου είναι να φιλοξενώ πουλάκια σαν κι εσένα στα κλαδιά μου και άλλα έντομα που τρέφονται από τα κλαδιά και τα φύλλα μου. Σκοπός μου είναι να ομορφαίνω τον κόσμο. Και μπορεί να σου φαίνεται παράξενο αλλά για κάποιους είμαι σημαντικό. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ξεκουραστεί κάτω από την σκιά μου και που έχουν κόψει τα κλαδιά μου για να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν. Κι εγώ ζω την κάθε εποχή και την κάθε μέρα με χαρά και αγάπη. Βλέπω τις αλλαγές των εποχών, ακούω τους ήχους της φύσης, χορεύω στο θρόισμα του ανέμου, παλεύω με την μανία του και καταφέρνω να αντισταθώ. Κάθε πλάσμα να ξέρεις χελιδονάκι μου πρέπει να πορευτεί στη ζωή του με όλα όσα του δίνει η φύση. Να μην λυπάται για αυτά που δεν έχει αλλά να χαίρεται με όσα έχει... ». Το χελιδόνι άκουγε το δέντρο σκεφτικό. Ένιωσε ντροπή που του μίλησε με τόση αναίδεια και δεν ήξερε τι να του απαντήσει. «Άντε πήγαινε τώρα να εξασκηθείς στο πέταγμα…» είπε το δέντρο «Και μην ξεχνάς να με επισκέπτεσαι». Από τότε το χελιδονάκι πετούσε καθημερινά ως το γέρικο δέντρο. Καθόταν στα κλαδιά του και διηγόταν τις ιστορίες και τις περιπέτειες του και το δέντρο το άκουγε, απαντούσε στις απορίες και τις ανησυχίες του και έτσι σιγά σιγά ο ένας μάθαινε από τον άλλον.
Με αυτό το παραμύθι συμμετέχω κι εγώ στο δρώμενο της Αριστέας "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!".
«Έχεις δίκιο να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα χελιδονάκι μου γιατί τα βλέπεις από την δική σου οπτική. Όμως να ξέρεις ότι κάθε πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο είναι διαφορετικό και έχει διαφορετικές ανάγκες και ικανότητες. Για εσένα που έχεις φτερά σημαντικό είναι να μάθεις να πετάς για να μπορείς να ταξιδεύεις σε όλον τον κόσμο. Αυτός είναι ο προορισμός σου. Για εμένα που είμαι δέντρο σημαντικό είναι να μπορώ να σκάβω ρίζες βαθιά μέσα στο έδαφος και να απλώνω τα κλαδιά μου ψηλά μέχρι τον ήλιο. Σκοπός μου είναι να φιλοξενώ πουλάκια σαν κι εσένα στα κλαδιά μου και άλλα έντομα που τρέφονται από τα κλαδιά και τα φύλλα μου. Σκοπός μου είναι να ομορφαίνω τον κόσμο. Και μπορεί να σου φαίνεται παράξενο αλλά για κάποιους είμαι σημαντικό. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ξεκουραστεί κάτω από την σκιά μου και που έχουν κόψει τα κλαδιά μου για να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν. Κι εγώ ζω την κάθε εποχή και την κάθε μέρα με χαρά και αγάπη. Βλέπω τις αλλαγές των εποχών, ακούω τους ήχους της φύσης, χορεύω στο θρόισμα του ανέμου, παλεύω με την μανία του και καταφέρνω να αντισταθώ. Κάθε πλάσμα να ξέρεις χελιδονάκι μου πρέπει να πορευτεί στη ζωή του με όλα όσα του δίνει η φύση. Να μην λυπάται για αυτά που δεν έχει αλλά να χαίρεται με όσα έχει... ». Το χελιδόνι άκουγε το δέντρο σκεφτικό. Ένιωσε ντροπή που του μίλησε με τόση αναίδεια και δεν ήξερε τι να του απαντήσει. «Άντε πήγαινε τώρα να εξασκηθείς στο πέταγμα…» είπε το δέντρο «Και μην ξεχνάς να με επισκέπτεσαι». Από τότε το χελιδονάκι πετούσε καθημερινά ως το γέρικο δέντρο. Καθόταν στα κλαδιά του και διηγόταν τις ιστορίες και τις περιπέτειες του και το δέντρο το άκουγε, απαντούσε στις απορίες και τις ανησυχίες του και έτσι σιγά σιγά ο ένας μάθαινε από τον άλλον.
Με αυτό το παραμύθι συμμετέχω κι εγώ στο δρώμενο της Αριστέας "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!".
Καλή εβδομάδα και καλό μήνα!!!